πρωτόβγαλτος — η, ο, Ν [πρωτοβγάζω] 1. (ιδίως για καρπούς) αυτός που για πρώτη φορά εμφανίζεται ή αυτός που παράγεται για πρώτη φορά 2. (ιδίως για προϊόντα) αυτός που για πρώτη φορά κατασκευάζεται ή κυκλοφορεί στην αγορά για πώληση 3. (για πρόσ.) α) αυτός που… … Dictionary of Greek
φιντάνι — και φυντάνι, το, Ν 1. μικρό, νεαρό φυτό 2. μικρός βλαστός, βλαστάρι 3. φυτώριο 4. μτφ. νιόβγαλτος, πρωτόβγαλτος, φιντανάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. fidan < φυτάνη «εποχή τής φύτευσης»] … Dictionary of Greek
φιντανάκι — και φυντανάκι, το, Ν [φιντάνι] (υποκορ. τ.) 1. μικρός βλαστός, φιντάνι 2. μτφ. ο μικρός στην ηλικία, πολύ νεαρός, πρωτόβγαλτος … Dictionary of Greek
νιόβγαλτος — η, ο ο πρωτόβγαλτος, ο αρχάριος, ο πρωτόπειρος: Είναι νιόβγαλτος στο εμπόριο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πρωτόπειρος — η, ο αυτός που επιχειρεί για πρώτη φορά κάτι, ο άπειρος, ο πρωτόβγαλτος, ο πρωτάρης, ο ατζαμής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)